.
.
Θόδωρος Γρηγοριάδης
.
Τὸ χαμομήλι τῶν Ἀβδήρων
.
ΗΝ ΜΠΕΙΤΕ στὸ θέατρο, ἔχει ὀχιές», εἶπε ὁ βοσκός. Σήκωσε τὴν γκλίτσα ἀπειλητικά.
«“Σέρνουν”* αὐτὴ τὴν ἐποχή. Ἅμα σὲ τυλίξουν δὲν ξεφεύγεις.»
Οἱ δύο ἄντρες μὲ τοὺς ὁποίους συνομιλοῦσε, χαμογέλασαν. Εἶχαν περάσει τὰ τριάντα, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἔλειπε τὸ κέφι. Τὸ αὐτοκίνητο ἀγκομαχοῦσε στὸν ἀνήφορο τῆς ἀρχαίας πόλης. Τὰ χαλάσματα ἦταν σκεπασμένα ἀπὸ κάθε λογῆς χορτάρια καὶ ἡ εἴσοδος ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ ἀρχαῖο θέατρο ἦταν πεσμένη. Μοσχομύριζε ρίγανη καὶ θυμάρι. Οἱ δυὸ φίλοι κατέβηκαν ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο ἀνασαίνοντας βαθιά. Εἶχαν καιρὸ νὰ βρεθοῦν καὶ ὁ γάμος τοῦ Ἀνέστη, κοινοῦ τους φίλου ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο τοὺς ἔσμιξε ἀνοιξιάτικα. Καταπιέστηκαν ἀρκετὰ στὴν ἐκκλησία ἀκούγοντας εὐχὲς γιὰ τὴν δική τους τύχη. Ἀποχαιρέτησαν τοὺς νιόπαντρους κι ἔτρεξαν στὸ ξενοδοχεὶο νὰ ἀλλάξουν.
Ἡ πραγματικὴ ἐκδρομὴ ἄρχιζε μετὰ τὰ στεφανώματα καὶ τὰ κουφέτα. Ἐκεῖ πέρα στὴν παραλία, μὲ τὰ πεῦκα καὶ τὰ…
View original post 260 more words