Μαμά, η θάλασσα έχει φύκια. Έχει κι αυτή. Όλο μαύρα γύρω γύρω. Στο παραμύθι ήταν που έπεφτε στο νερό σαν το βούρκο βαθύ και πηχτό και οι κοτσίδες απ’τα μαλλιά της μπλέκονταν και δένονταν στα φύκια. Έτσι πνίγηκε και το σώμα της- άψυχο από ώρες και σαν πάλλευκο,άσπρο- το ξέβρασε στην όχθη και το είπαν προμήνυμα κακό. Έβαλαν τον παπά να ευλογήσει τον τόπο που βρέθηκε το άσπρο της το σώμα και κοιτούσαν από μακριά, δεν ζύγωνε κανείς. Και ήταν σαν τόπος μαρτυρίου και εξαγνισμού την ίδια στιγμή.
Από εκεί που μπορούσες να διακρίνεις φαίνονταν τα αίματα. Είχε ανοίξει η μύτη και έσταζε το αίμα στάλες-στάλες σαν να ήταν πολύ. Τόν είχαν φωνάξει όχι για να γυρίσει αλλά για να τόν δουν να τρέχει η μύτη του. Είχε πέσει στην άκρη του δρόμου τώρα, ένας μπόγος από ρούχα και χέρια-πόδια ανάκατα. Όταν τόν είχαν πρωτοδεί στο χωριό ήταν δε θα…
View original post 384 more words