Σχεδίαζαν να παρατείνουν τη φιλία τους και να τη διατηρήσουν αλώβητη με τα χρόνια, αλλά υπήρξαν και σύντροφοι, συμπολεμιστές στον αγώνα για να γίνει η χώρα ένας τόπος αν όχι καλύτερος, τουλάχιστον όχι τόσο απαυδισμένος, ώσπου ήρθε εκείνο το βροχερό πρωινό του Σεπτεμβρίου, κι απ’ το μεσημέρι τα ρολόγια άρχισαν να δείχνουν ώρες άγνωστες, ώρες δυσπιστίας, ώρες που οι φιλίες εξανεμίζονταν, αφήνοντας πίσω τους μονάχα τον έντρομο θρήνο των χηρών και των μανάδων. Η ζωή γέμισε με μαύρες τρύπες που βρίσκονταν παντού: κάποιος κατέβαινε στο σταθμό του μετρό και δεν ξανάβγαινε ποτέ, κάποιος έμπαινε σ’ ένα ταξί και δεν έφτανε ποτέ στο σπίτι του, κάποιος έλεγε πως λαχταρούσε μια άσπρη μέρα και τον έτρωγε…
View original post 1,203 more words