I
ώ μοι εγώ, τέων αυτε βροτών ες γαίαν ικάνω;
Εΐδαν πολλά τα μάτια μου
την τρέλα τη φωτιά τό θάνατο στις πιο αθώες σελίδες
θρόνους καινούργιους να στεριώνονται πάνω σ’ αρχαία κόκαλα
γενεές γενεών σε λόφους σκουπιδιών
σημαίες να πέφτουνε στα γόνατα
και τις χλωρές μου αποικίες να κουρσεύονται
από τη δυστυχία του τσούρμου μου
Είδαν πολλά τα μάτια μου
Πώς ξαναγύρισα τώρα στην πόλη αυτή
πώς ξεγελάστηκε το σώμα μου
και κλείστηκε ξανά στο ξοφλημένο αυτό βασίλειο
πώς
φάντασμα μέσα σε φαντάσματα ξαναγύρισα
άδειο τομάρι πειρατή νοσταλγώντας τη σάρκα μου
γυρεύοντας το σκοτεινό μου δίκιο από τους τοκογλύφους
μετρώντας στην αγύριστή μου κεφαλή σημάδια πετροπόλεμων
και τις παλιές ανάκουστες φωνές
Κάκια! Δημήτρη! Τζόγια!
μες στα ξεπουλημένα περιβόλια;
Υπήρχαν τόσοι άλλοι τρόποι
Φαρμακεροί λωτοί κι άγρια ψάρια
τραγούδια αλλόγλωσσα να πέσω να πνιγώ
πώς ξαναγύρισα σ’ αυτόν τον ξεσκισμένο τόπο
σ’ αυτή την ένδοξη γενέθλια δυστυχία;
ΙΙ
Οταν πήγα…
View original post 594 more words