Βίκυ Παπαπροδρόμου: ό,τι πολύ αγάπησα (ποίηση, πεζογραφία & μουσική)
Χώματα (XVIII)
[Ενότητα Χώματα]
Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
…Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτόν τέλος όχι στην όμορφη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων∙ μήτε στον λόφο με τα κυπαρίσσια∙ μα στη σκόνη μέσα και στα σκουπίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νεκροί — με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα και ανέχεια ψυχής κάτω απ’ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.
…Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειότατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμαντικά και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς…
View original post 141 more words