Και ο ήλιος τώρα που λάμποντας καθώς που το θέρος
και το σύννεφο ένα ξάφνου που γίνεται το σκοτάδι
και το στίλβος έρεβος ένα τους πόλους που ανατέμνοντας
που πολεμώντας τον υετό και βυθίζοντας η βροχή
στάλα τη στάλα που το νερό να σταλάζει την οροφή
καταποντισμένη οι τοίχοι πιο βαθιά μες τη γη
και μες το ναό των πεθαμένων θεών
μονάχα ο ερημίτης τώρα κοιμάται στις σαρκοφάγους γυμνός
μέρα τη μέρα να πολεμώντας τη σάρκα πληγή
και που ακινησία εκτείνονται όλα τα κύτταρα μες το κορμί
που να τρίζει ο άνεμος τη σιωπή απειλή
κι όταν ήλιος σκουριάζοντας τα μούσκλα το πράσινο
στο λυκόφως μουγκό φεγγάρι πορφυρό που να καίγοντας
στις κατακόμβες κεριά που να τρίζοντας η φωτιά
νύχτα τη νύχτα να πολεμώντας τα πνεύματα των πεθαμένων θεών
που να του ξεσκίζουν τα σωθικά μεγάλα αρπακτικά
βράχοι το κύμα που γλείφοντας χαμηλά
γυναίκες κόκκινες χαλκάς τα…
View original post 121 more words