
Πέτρος Φούρναρης
Συμφιλίωση
ΑΘΕ ΦΟΡΑ ποὺ πίνω τὸν πρωινό μου καφὲ σ’ αὐτὸ τὸ ἀπόμερο καφενεῖο εἶμαι μάρτυρας μιᾶς πανομοιότυπης συνομιλίας δύο γερόντων πού, ἂν ἑξαιρέσεις ἐμένα, φαίνεται νά ‘ναι οἱ μοναδικοὶ θαμῶνες του. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ κουτσὸς ἰδιοκτήτης του καὶ σερβιτόρος μαζὶ κι ὁ ἄλλος κάτι σὰν μόνιμος πελάτης μὲ τραγιάσκα καὶ γυαλιά.
Ὁ δεύτερος ἔρχεται καὶ πιάνει πάντα τὸ πόστο ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπ’ τὸν παλιὸ νερόμυλο: ἕνα χτίσμα σχεδὸν βυθισμένο μέσα στὸ νερὸ ποὺ ἀκόμα κι οἱ ντόπιοι, ἂν τοὺς ρωτήσεις, δὲν ξέρουν νὰ σοῦ ποῦν ἀπὸ πότε στέκει ἐκεῖ, στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας.
Ἔρχεται, λοιπόν, ἀκουμπᾶ τὸ μπαστούνι στὴ μιὰ καρέκλα, κάθεται στὴν ἄλλη, παραγγέλνει τὸν καφέ του φωναχτά, γιατὶ δὲ βλέπει κανέναν, καὶ σὲ λίγο ὁ ἰδιοκτήτης πλησιάζει μὲ τὸν δίσκο, ἕτοιμος νὰ τὸν σερβίρει. Ὅμως ὁ γέρος βγάζει τὴν τραγιάσκα, τὴν ἀφήνει στὴ μέση του τραπεζιοῦ κι ἐμφανίζει ἀπ’ τὴν…