—της Χριστίνας Ντούση—
Ένα φωτεινό ιουλιάτικο πρωινό του 364 π.Χ., η Ηγησώ, κόρη του Απολλόδωρου από τον Κολωνό και σύζυγος του Τηλεφάνη από τον ίδιο Δήμο, αποφάσισε ότι έπρεπε επιτέλους να γεννήσει. Ήταν ένα ασυνήθιστα ζεστό καλοκαίρι. Η γη άνοιγε σε βαθιές ξερές χαρακιές, το νερό λιγόστευε στις γούρνες, τα τζιτζίκια γεννιόνταν νεκρά, σκασμένα ήδη μέσα στο έδαφος. Η μαία της είχε δώσει τελευταία ημερομηνία είκοσι μέρες πριν, αλλά το μωρό ουδεμία κίνηση έκανε προς την έξοδο. Πρησμένη, με τις φλέβες στα πόδια της να έχουν σπάσει, έκατσε με κόπο στην εσωτερική αυλή του σπιτιού της. Η Αρίλλα, Θρακιώτισσα σκλάβα γεννημένη στην οικογένεια της Ηγησώς, τη βόλεψε στα πουπουλένια μαξιλάρια, της έφερε ένα σκύφο με αραιωμένο σαμιώτικο κρασί και πήγε να υποδεχτεί τη μαμή. Στην αυλή είχε αποφασίσει να γεννήσει η Ηγησώ, να δει πρώτο πρώτο το φως του ήλιου ο γιός της. Γιατί γιός θα ήταν σίγουρα, το ένιωθε…
View original post 711 more words