ΕΙΧΑΜΕ ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΙ
ΕΙΧΑΜΕ ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΙ πιά τις πολύχρωμες μέρες
“Οταν κινούσαμε για τις αφετηρίες των παλμών σου
Στ’ αρχικά των χεριών μου είχα σκαλίσει τις νυκτόβιες αναμονές
Τα κατώφλια μας σκεπάστηκαν από τις ικεσίες της φωνής σου
’Αλήθεια
Τη φωνή σου πώς θά τη λησμονήσουμε
’Έτσι πού άντηχεΐ έπίμονα μες στο μνημονικό μας
*
Καθισμένος πριν δέκα χρόνια σε πετρες της ακρογιαλιάς
Σκεφτόμουνα τον Ροΰπερτ Μπρούκ πού θά είχε γίνει
κάρβουνο κρωγμός γλάρου καί θυμάρι
Διόλου δέ μάντευα πώς θά έρχόταν μιά μέρα
Πού περίεργη θά μέ ρωτούσες γιατί άραγε οί φίλοι νά
πεθαίνουν πάντα φθινόπωρο
Γιά τις αύγές πού χάθηκαν στά τρίστρατα τού δυτικού άνέμου
Πού θά ξαναχαθοΰν ίσως στο άντίκρισμα της οπλισμένης μέρας
Τότε μόλις πρόσεξα τά περιστέρια πού άνθιζαν στά μάτια σου
Τ’ άσπρα χαλίκια πού έπεφταν άπό τά χείλη σου στο πράσινο χορτάρι
Το φουστάνι σου απο πευκόφλουδες κι αστερισμούς πού πάνω του πλάγιασα
Στήνοντας τ’ αύτί…
View original post 233 more words