Θεώνη Κοτίνη
Μπάμιες
ΗΜΕΡΑ στὸ μεσημεριανὸ ἔχουνε μπάμιες. Δὲν τοῦ ἀρέσανε ποτέ. Σκαλίζει τὸ πιάτο ξεφλουδίζοντας μὲ τὸ πιρούνι τὴ σάρκα, ἀποκαλύπτει τὰ σπόρια γυμνά. Μέσα σαρδόνια ὀδοντοστοιχία, σὰν τὴ γκριμάτσα τῆς συνάθροισης γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι. Σκυθρωποί, μαλωμένοι ἢ ἕτοιμοι νὰ μαλώσουν σὲ λίγο, μάνα πατέρας παιδιά.
Λαδερὲς μὲ φρέσκια ντομάτα, κόκκινη ὅπως ἡ αἱματοχυσία γύρω ἀπ’ τὸ στρωμένο τραπέζι. Πράγματι, δεσμοὶ αἵματος. Τόσο ποὺ σοῦ ’ρχεται νὰ πάρεις τὸ μαχαίρι τοῦ ψωμιοῦ καὶ νὰ διαρρήξεις ὅλα ἐτοῦτα τὰ δεσμά, νὰ τὸ βυθίσεις στὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ λάκκου ποὺ εἶναι γεμάτος γεύματα κυριακάτικα καὶ αἰτιάσεις καὶ παράπονα καὶ ξεχασμένες τώρα ἤδη ἐκδρομὲς στὴ θάλασσα.
Ἡ μάνα του τὶς φτιάχνει μὲ κοτόπουλο. Ἀνάμεσα στὰ ξεδοντιάρικα οὖλα τοῦ λαχανικοῦ ἡ μυρωδιὰ ἐκείνη. Σφαγμένου ζώου ὅπως τῆς μάνας του τὰ μάτια, ὅταν γιὰ ὅλα μετανιώνει, σὰν τοῦ πατέρα του τὰ μάτια, ὅταν στριμώχνεται νὰ ἀρθρώσει κάποια…
View original post 193 more words