Μαρία Μήτσορα
Τὸ ἀκατοίκητο σῶμα
Στὸν Θ. Κ.
Ο ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΒΗΧΕΙ καὶ φτύνει. Βήχοντας καὶ φτύνοντας ἐφευρίσκει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴ διαδρομή του, προλέγοντας τὴν πτώση τῶν κομψῶν σπιτιῶν, τὴν ἀντικατάστασή τους ἀπὸ πολυκατοικίες ἄχαρες. Ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο θὰ τρῶνε στὸ μέλλον, ὁ ἕνας πάνω ἀπὸ τὸν ἄλλο θὰ κοιμοῦνται, ὁ θάνατος στὸ νοσοκομεῖο κι ἀντὶ γιὰ τὸ ξενύχτι τοῦ νεκροῦ, ἡ ὕστατη μοναξιὰ τοῦ ἀκατοίκητου σώματος στὸ ψυγεῖο τοῦ γραφείου τελετῶν.
Ἀλλὰ τώρα ἔχουμε ἀκόμα τὸ παλιὸ λεωφορεῖο μὲ τὸν εἰσπράκτορα κι ἡ ἡρωίδα μᾶς εἶναι πολὺ νέα, χωρὶς νὰ εἶναι ἀνέγγιχτη. Μόνο ποὺ ἀπεχθάνεται τὴ βιασύνη αὐτῶν ποὺ τὴν ἀγγίζουν, ἐνῶ ἐδῶ, στὸ κάθισμα τοῦ λεωφορείου, μὲ τὰ μάτια καρφωμένα ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο, καθὼς νιώθει τὴν πίεση στὸν μηρό της, μιὰ ζέστη τὴν κατακλύζει σὲ κύματα. Ὑπάρχει, μιὰ μυστικὴ συνεννόηση, δὲν πρέπει, νὰ κοιταχτοῦν ποτέ. Θὰ εἶμαι ἐρωτευμένη μαζί σου γιὰ δύο…
View original post 203 more words