Γιῶργος Ἀποσκίτης
Ὑπόγειο
ΕΣΥ, μικρέ, τί ποιήματα γράφεις;
— Δὲν γράφω.
— Σιγὰ ποὺ σὲ πίστεψα τώρα. Ἔτσι λὲς ὅτι κοιτᾶνε τὰ βιβλία αὐτοὶ ποὺ δὲν γράφουν; Ξέρω, θὰ ἀργήσεις, πάντως θὰ μοῦ πεῖς.
— Τί νὰ σᾶς πῶ…
— Νὰ μὴ μοῦ πεῖς τίποτα. Πᾶρε αὐτὸ τὸ βιβλίο δῶρο, εἶναι μιὰ ἀνθολογία γερμανικῆς ποίησης, δίγλωσση. Κι αὐτὴ τὴ χιλιανὴ ποιήτρια θὰ τὴ διαβάσεις ὁπωσδήποτε, κι αὐτὸ δῶρο.
— Νά ’στε καλά! Πραγματικά, δὲν ξέρω τί νὰ πῶ.
— Τσίπουρο ἐσὺ δὲν πίνεις, εἶσαι μικρός. Τί καφὲ νὰ πῶ νὰ σοῦ φέρουν;
Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ κατέβηκε τὰ σκαλιὰ τοῦ βιβλιοπωλείου συνάντησε ἕναν γεροδεμένο ἄντρα, στὴν ἡλικία πάνω-κάτω τοῦ πατέρα του, νὰ τοῦ ρίχνει κάτι ἔντονες διερευνητικὲς ματιὲς ποὺ τὶς θυμᾶται ἀκόμα. Οἱ κουβέντες τους πολὺ σύντομα περάσανε ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς τοῦ…
View original post 235 more words