Στην αγορά, στην αγορά.
Νέο εμπόρευμα, νέοι δούλοι έφτασαν στην πολιτεία,
από πολλά μέρη.
Ξελαρυγγιάστηκαν οι ντελάληδες.
Σαν τ’ άκουσαν οι κυβερνήτες, τα δόντια τους
καθάρισαν –γρήγορα – με οδοντογλυφίδες
κι ετοιμάστηκαν να πάνε στο σκλαβοπάζαρο.
Οι γριές πόρνες (συνηθισμένες στην αναισχυντία)
τα σακατεμένα σκέλια τους ξεσήκωσαν κι έτρεξαν
να δουν τις νέες σάρκες.
Όμως, πρώτος έφτασε ο μέγας ποντίφηξ,
κρατώντας εικόνες του αγίου Λαυρεντίου
(το ιερατείο εμφορείται από χριστιανικές αρχές).
Στην παράταξη των ξεδιαλεκτών, ένας εφοπλιστής
που οι μύγες τρυγούσαν το κεφάλι του,
γύρευε ν’ αγοράσει κωπηλάτες.
Και δίπλα του ο έπαρχος – σταθμάρχης,
ο μέγας ελεγκτής των μέτρων
(στα πόδια του φορούσε εκμαγεία,
πίστευε ότι οι γάμπες του ήταν εξαίσιες)
ξεδιάλεγε το ζωντανό εμπόρευμα.
Να τοι κι οι νοικοκυραίοι, μύρισαν εκπτώσεις
και μαζευτήκανε: ένας δούλος είναι χρήσιμος
(κι αν είναι μορφωμένος, καλύτερα ακόμα)
Και οι νέες πόρνες (ήρθαν αργότερα)
την ώρα τους περνούσαν, λέγοντας στους μεταπράτες:
όλοι κι…
View original post 211 more words