Επί χρόνια το μυαλό υπαγόρευε, τα χέρια υπάκουαν και έγραφαν ασταμάτητα. Κάποια μέρα το αριστερό (κανείς δεν ξέρει γιατί και πώς αυτό ξεκίνησε την ανταρσία πρώτο) αρνήθηκε να συνεχίσει, αποκαμωμένο από την φλυαρία. Από κει και πέρα το δεξί τράβηξε όλο το φορτίο μονάχο του. Το μυαλό δεν έδειξε καμιά συμπόνια στο δράμα του. Μια νύχτα τα δυο χέρια συνωμότησαν, τα βρήκαν, είπαν -ψιθυριστά, μη τυχόν και το ξυπνήσουν- «ως εδώ, δούλοι του δεν είμαστε, ας τα βγάλει πέρα χωρίς εμάς, έχουμε κι άλλες δουλειές απ’ το να χαϊδεύουμε πλήκτρα και να ζούμε αγκαλιά με μολύβια όλη μέρα, υπάρχουν και άνθρωποι και δέρματα και μαλλιά και άμμος και νερό και φύλλα και υγρασία και κρύο και ζέστη, όχι μόνο χαμαλίκι».
Λίγο πριν το ξημέρωμα μια τρομαχτική σκέψη -χάριν της πλοκής δεχόμαστε ότι τα χέρια μπορούν να σκέφτονται αυτόνομα κάποιες στιγμές- τα έκανε να βγουν από τα σκεπάσματα. «Κι αν συνωμοτήσει…
View original post 91 more words