Σούρουπο
κι επιστροφή
στο δωμάτιο,
τ’ απομεινάρια
του πρωινού
στο λευκό
τραπεζομάντηλο
όπως τ’ αφήσαμε
στη βιασύνη
για το τρένο.
Μισοάδειες
μισογεμάτες
κούπες καφέ
λεπτές
φέτες ψωμί,
δύσμορφες
και ξερές
σαν μπισκότα
στο ολοήμερο
βλέμμα
του κενού.
Δαγκώνω
ένα κομμάτι
καθώς o ήλιος
χαμηλώνει,
η γλώσσα μου
περισώζει
τη γλύκα,
ένα ίχνος
μελιού
και το φως
που αφήνεις
στο δωμάτιο.
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Οροπέδιο», Τεύχος 22 – Χειμώνας 2019. Μετάφραση: Σωκράτης Καμπουρόπουλος.