Ζούσα τις τελευταίες μέρες
σά νάταν παρελθόν
οί ώρες μόλις βγαίναν άπ’ τό χρόνο
πέτρωναν κύλαγαν
σάν πελώρια βότσαλα
στό βυθό τού κορμιού μου
νερά τά χέρια σου περνούσαν
από πάνω τους
κι άστράφταν.
Τώρα πιά δέν έχω καμιά προθεσμία
τις έξάντλησα μεθοδικά
μιά μιά σάν αρρώστια
έφαγαν τό χρόνο μου
κι άρχίσανε οί σφάχτες.
Χάνομαι, κουφή μέσα στόν κόσμο
τό πουλί, άκούω μόνο τό πουλί
έξω άπ’ τό παραθυρό σου.
Μά οί πόνοι περίσεψαν
σ’ αύτή τή γή
οί θάλασσες τσούζουν σάν πληγή
μαύρες τρύπες άχνίζουν
καίγονται τό σώματα
καίγονται τά σπαρτά
κι άνοίγουν βαθειές σκιές
τά βαρειά φτερά τών ίεροξεταστών.
Κορμί’ άντιστέκονται
κορμιά πέφτουν
στρατοί μέ κομένα κεφάλια
έρχονται όλο κατεβαίνουν
ανανεωμένοι οί ξανθοί
βάζουν φωτιά στά καλύβια
μέ τό μικρότατο στόλισμα:
ένα κοριτσάκι.
Οί άκρωτηριασμένοι
μαθαίνουν ξανά τό περπάτημα
καί στό θάλαμο τό έλαφρό τραγούδι
τούς θυμίζει τό βάλς
πούταν κάποτε ή ζωή τους.
Στό νησί μας
View original post 202 more words