Το ρημάδι
το φεγγαρόφωτο
μας έφεξε και γλιστρήσαμε
πάνω στ’ άγνωρα χέρια
που στίβουν τη δυστυχία
των πότηδων on the rocks
/ή μήπως οι βράχοι είναι
οι πιο αδύναμοι απτόητοι θεοί;
και ξαποστάσαμε κάπως
διηγώντας την ειμαρμένη, να γελάς
την εγκάθετη σπιούνα των απολαύσεων
την τρισκατάρατη κι αστεία
πως δε γίναμε άλλοι
στην κρίσιμη καμπή της ιστορίας μας
και πως ήρωες σαν εμάς
γεννιούνται ο μ η ρ ι κ ο ί
μα πεθαίνουν στον κτύπο της λ ύ ρ α ς
Με πεταμένο το όπλο στην άκρη του δρόμου
παραδινόμαστε σ’ αυτά, ναι
τ’ άγνωρα χέρια
που μας χάρισαν μέθη, έρωτα ή θάνατο
παρέα με ένα μπουκάλι νοθευμένου αλκοόλ
/το κέφι μας
/στουπί
/πωμίζεται
φωτιά [E minor]