Κάποτε σου πα θα φυσήξω με μια χορτασμένη εκπνοή τις ζώσες από τις μνήμες μου σε μια βαλίτσα με κρυπτογραφημένο λουκέτο Θα χειμάσω είπα στους τόπους που έχω θάψει τα κόκκαλα επιβίωσης Όταν οι ώρες θα χαμηλώνουν θα καβαλάω τις ράχες τους και θα πετώ μ άδειο φλασκί για τις ζεστές χοάνες του Καυκάσου Άλλοτε σφηκιάρης κι άλλοτε μια λιμόζα με απαλά νύχια που πάντα ανήσυχα θα φέρομαι όταν οι μέρες μου γεμίζουνε ορμόνες Εγώ μαζί με την βαριά μυρωδιά της στεφανωτής την κυριακάτικη μπάντα και τον αζύγιστο ορίζοντα συντεταγμένοι όλοι μας στο βορεινό παράθυρο Σάμπως μου χλόμιασες θαρρώ Ξέρω ένα μικρό λάθος είν αρκετό Να συγγενέψω μ όσους κατέχουνε οφφίκια για συγχωρεμένους έρωτες Να μη προλάβω ν απογδύσω τη γη μου από τα δόκανα και οι οπλές μου να ματώνουν Να απαντέχω Ένα ΑΣΥΛΟ Μιά χτεσινή άνοιξη Ένα ταξίδι χτεσινό Έναν επίλογο Βαμμένο Με ιλιγγιώδες κόκκινο _____________________________________
Monthly Archives: March 2021
Νέα εποχή
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης – 21 Μαρτίου 2021
Νέα εποχή

Σφάλισαν τα φτωχομάγαζα
οι τσαγκάρηδες
που με τις πρόκες
ανάμεσα στα δόντια
με το ρυθμικό χτύπο
του μικρού σφυριού
και το πινέλο με τη βενζινόκολλα
γιάτρευαν τις πληγές
στα τρύπια μας παπούτσια
από το τρεχαλητό
πάνω στα κοφτερά χαλίκια
του χωματόδρομου
τώρα τα παιδιά
τριγυρνούν με πόδια γυμνά
στις γκρίζες λεωφόρους
σπρωγμένα από χέρια αδίστακτα
θέαμα κοινό σε μάτια αδιάφορα
με βλέμματα αμέριμνα και απλανή
σώπασαν
οι στεντόρειες φωνές
των πλανόδιων παπλωματάδων
που με το μαγικό δοξάρι τους
αφράτευαν το μπαμπάκι
των παιδικών μας ονείρων
και το ‘ραβαν σφιχτά
στις απόκρυφες πτυχές
της πανσέληνης αθωότητας
τώρα τα παιδιά
γέρνουν ανέλπιδα
σε αποκαμωμένα προσκέφαλα
ζυμωμένα με λάσπη και σκόνη
στα κακοτράχαλα μονοπάτια
της άτακτης φυγής
ούτε μπαλωματής
απόμεινε κανένας
όπως τότε, έτσι και τώρα
με κουρέλια πολύχρωμα
απ’ των χορτάτων τ’ αποφόρια
να φράξει τις χαραμάδες
στα τριμμένα πανωφόρια
της καρδιάς μας
View original post 44 more words
Θεόδωρος Μπασιάκος, Θα μπορούσε να είναι έτσι
Θα μπορούσε να είναι έτσι:
Να ’χω δουλειά
Αυτό μονάχα
Ν’ αμείβομαι,
το βασικό
Να μπορώ απλώς να επιστρέφω κάθε μέρα
κατάκοπος στο καμαράκι
με το μεροκάματο στην τσέπη
και μ’ ένα λουλούδι για την καλή μου
Η αγκαλιά της να ’ναι η ξεκούρασή μου
ο έρωτάς της η ανάσα μου
Κι αύριο
ξανά
πάλι μια από τα ίδια
με μικρές παραλλαγές
ας πούμε: αντί λουλούδι, λουκούμια
ή ένας δίσκος τζαζ…
Τις Κυριακές, απόδραση, στο κύμα, στο ταβερνάκι
Τη μέρα του συλλαλητηρίου, στο συλλαλητήριο…
Χιονίζει σήμερα.
Δεν έχω μία.
Ούτε λουλούδι ούτε λουκούμι
Κάνω όνειρα «μικροαστικά»
Κι έτσι μου ’ρχεται να κλάψω-
δεν ξέρω αν
από απελπισία; ή απ’ την ομορφιά όλης αυτής της απλότητας;