Ο ΚΟΤΣΥΦΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Τι όμορφα που είναι όταν ξυπνάς πριν ξημερώσει
κι ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει φτερουγίζοντας,
όλο φωτάκια και δροσιές, ο κότσυφας του σύμπαντος
και λέει: «Επιθυμώ τη δύναμή σου για να φέρω
σε πέρας το άγαλμα της μέρας».
Πραγματικά, καλλίπυγος κι εύζωνος και γλυκιά
η μέρα προμηνύεται και κάνει
χαρές βαθιά η καρδιά και παροτρύνει
το στήθος να συλλάβει στον αέρα
βέλη και δόρατα μεγάλων έργων.
Κρίμα!
Τρυπώνει ο ήλιος πεινασμένο ερπετό
στη βρώμικη φωλιά της πόλης και αρχίζει
να κομματιάζει τα ημερόπουλα: αίμα, σάρκα
μυρίζει και ο κότσυφας του σύμπαντος γυρίζει –
ποιος ξέρει πού. Πολύ φοβάμαι…
*
ΚΥΡΙΑΚΗ
Τα χέρια σου έχουν το άρωμα
κάποιων λουλουδιών, που είδα
σε μιαν αυλή στη νότια Γαλλία
και δεν έμαθα ποτέ τ’ όνομά τους.
Εκείνος ο ακανθόχοιρος,
που χάραζε το γοτθικό σκοτάδι,
τραβώντας για το σπίτι του,
σίγουρα θα ήξερε.
Αλλιώς, γιατί τόση σπουδή
μες στη μακάρια…
View original post 66 more words