Κώστας Ἀκρίβος
Ὁ δὸν Κιχότε δέσμιος· ὄχι μόνον ἀπὸ ἔρωτα
ΛΟΝΥΧΤΙΣ ἀκίνητος, φιγούρα ψιλόλιγνη στὸ φεγγαρόφως. Τὸν ἐξεγέλασε ἡ Μαριτόρνες· πὼς τάχα ἡ κυρά της στέργει νὰ φιλήσει τὸ γενναῖο του μπράτσο. Ἀνέβη ὀρθὸς στὴ σέλα μου, τό ’χωσε στὸ φεγγίτη. Νὰ δεῖ πόσο δυνατοὶ οἱ μύες, πῶς φουσκώνουν οἱ φλέβες. Τὸ παλιογύναιο ἔδεσε τὴ χείρα του μὲ τὸ καπίστρι ἀπὸ τὸ μάνταλο τῆς θύρας· τὸν ἀφῆκε νὰ νομίζει πὼς μάγια τοῦ ’χουν κάνει. Ἦταν νὰ κουνηθῶ ρούπι; Ξημερωθήκαμε ἔτσι. Θὰ ἄντεχα κι ἄλλες ὧρες τὸ μαρτύριο ἐγὼ τὸ ἄλογό του ὁ Ροθινάντε, ἂν δὲν μὲ πλησίαζε φοράδα βαρβατωμένη. Κουνήθηκα νὰ τὴ μυρίσω, νὰ χαϊδευτοῦμε. Καὶ τότες ἐκρεμάστη μιὰ πιθαμὴ ἀπὸ τὸ ἔδαφος, μούγκριζε ὁ καημένος. Σωριάστη καταγῆς σὰν τοῦ ’κοψε τὰ δεσμὰ ἡ ὑπηρέτρα. Μὰ τὰ δεσμὰ τοῦ μυαλοῦ γιὰ μάγια καὶ ἱπποσύνες ποιός θὰ τοῦ τὰ κόψει; Ἢ μήπως ὄχι; Καλύτερα ἔτσι, φευγάτος ἀπὸ τὰ ψέματα τοῦ κόσμου…
View original post 104 more words