Ἐ.Χ. Γονατᾶς
Τὸ εἴδωλο
ΠΑΡΧΕΙ ἕνα κατάμαυρο μεταξωτὸ πουλί, μ’ ἕνα μοναδικὸ χρυσὸ φτερὸ στὴν οὐρά του.
Ὅταν προβάλλει ἡ αὐγή, κίτρινη, μετανοιωμένη στὰ περιβόλια πίσω ἀπ’ τὶς μουσμουλιὲς ἤ ὅταν ἀρχίζει τὸ σούρουπο ν’ ἁπλώνει τὶς γαλαζοκόκκινες σκιές του στὶς ἄπατες λαγκαδιές, τότε τὸ πουλί, ποὺ φωλιάζει στὶς πέτρες τῶν ἔρημων λιβαδιῶν, βγαίνει ἀπ’ τὴν τρύπα του, ξεχύνεται στὸ δάσος μὲ τὰ κουδούνια· τὸ χνούδι του ζαλίζει τὰ λουλούδια. Εἶναι τὸ φόβητρο τῶν μυημένων κυνηγῶν. Στὴ μουσικὴ τῶν φτερῶν του ὑποχωροῦν τὰ βήματά τους.
Δὲ φεύγει ποτὲ μπροστὰ στὸν κίνδυνο, δὲν ἀφήνει ποτὲ τὴ θέση του, δὲν κρύβεται ποτὲ ἀπ’ τὰ μάτια τῶν ἐχτρῶν του ταξιδεύοντας τυλιγμένο σ’ ἕνα πράσινο φύλλο, ὅπως κάνουν ὅλα τ’ ἄλλα πουλιά.
Μετριοῦνται στὰ δάχτυλα οἱ κυνηγοὶ ποὺ μποροῦνε νὰ παινευτοῦν ὅτι τὸ εἶδαν δυὸ-τρεῖς φορὲς ὁλάκερη τὴ ζωή τους. Ἀλλὰ οὔτε ἕνας ταριχευτὴς σπάνιων πουλιῶν δὲν καυχήθηκε ὣς τὰ σήμερα…
View original post 252 more words